Ο Πέτρος Μάρκαρης μέσα από τα μάτια της μεταφράστριάς του

Δίπλα στη δημοσίευση ενός άρθρου της Χρύσας Βαχτσαβάνου για τον Πέτρο Μάρκαρη και τη μεταφράστριά του που δημοσιεύτηκε στις 12 Οκτωβρίου 2020 στη Ντόιτσε Βέλε, διαβάστε εδώ την πλήρη συνέντευξή της με την Μιχαέλα Πρίντσιγκερ.

Θα ξεκινήσω με ένα ζήτημα που πρόσφατα συνειδητοποίησα ότι -όχι μόνο σε μένα- δεν είναι αρκετά ξεκάθαρο για το κοινό του: Σε ποιες γλώσσες γράφει ο Πέτρος Μάρκαρης; Πότε επιλέγει τα γερμανικά και πότε τα ελληνικά;

Ο Μάρκαρης μου είχε πει κάποτε σε μια συνέντευξη το εξής: «Εγώ είμαι από τη φύση μου ένας άνθρωπος μετέωρος. Είμαι παιδί μιας μικτής οικογένειας με Αρμένη πατέρα, Ρωμιά μάνα, μεγαλωμένος στην Πόλη αλλά σπουδαγμένος σε αυστριακά σχολεία, που έζησε στη Βιέννη και ζει τώρα στην Ελλάδα. Ένα τουρλουμπούκι που λέμε στα ελληνικά.

Αισθάνομαι πάρα πολλές φορές τον εαυτό μου σε μία κατάσταση μετέωρη, να μην ανήκω πουθενά, εξ ου και λέω πάντα: “Μη μου μιλάτε για πατρίδα, γιατί εμένα η έννοια της πατρίδας δεν μου λέει τίποτα, τίποτα απολύτως!” Άμα το λέω σε Έλληνα φρίττει. Αλλά εγώ έμαθα να ζω μετέωρος, να μην ανήκω πουθενά».

Ο Πέτρος Μάρκαρης γράφει τα λογοτεχνικά του κείμενα στα ελληνικά, τα άρθρα και τα δοκίμια στα γερμανικά, κι επιπλέον μιλάει πολύ καλά τουρκικά. Η απόφαση να αφοσιωθεί στα γερμανικά προέκυψε, όπως λέει κι ο ίδιος, εντελώς συμπτωματικά και κατά λάθος. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το ότι η απόφαση του πατέρα του να τον στείλει στο αυστριακό Λύκειο του Αγίου Γεωργίου στην Κωνσταντινούπολη είχε οικονομικό κίνητρο, όχι πολιτισμικό. Ο πατέρας έβλεπε στη Γερμανία την καθοριστική οικονομική δύναμη του μέλλοντος.

Ο Μάρκαρης έπρεπε να διαλέξει ποια από αυτές τις γλώσσες θα χρησιμοποιούσε ως λογοτεχνική του γλώσσα και επέλεξε τα ελληνικά. Το να έχεις την επιλογή να αποφασίσεις ποιον πολιτισμό θα διαλέξεις είναι εντελώς διαφορετικό από ό,τι όταν έχεις γεννηθεί μέσα σε αυτόν. Τους φίλους σου τους διαλέγεις εσύ, την οικογένειά σου πάλι όχι. Στο μυθιστόρημα του Μάρκαρη «Τίτλοι τέλους» υπάρχει ένα ελαφρώς παραλλαγμένο απόφθεγμα από τον Ισοκράτη, το οποίο λειτουργεί ως μότο: «Ἕλληνας καλοῦμεν οὐ τοὺς γένει προσήκοντας, ἀλλὰ τοὺς τῆς παιδεύσεως τῆς ἡμετέρας μετέχοντας». Δηλαδή μια κατ΄ εξοχήν αντι-εθνικιστική δήλωση…

Το νέο βιβλίο του Π. Μάρκαρη «Ο φόνος είναι χρήμα» κυκλοφόρησε τον Ιούνιο στην Ελλάδα – πότε αναλαμβάνεις δράση με την γερμανική μετάφραση;

Στην προκειμένη περίπτωση θα ξεκινήσω τη μετάφραση τώρα, το φθινόπωρο, και πρέπει να την παραδώσω μέχρι μέσα/τέλη Φεβρουαρίου. Κάθε τόσο ρωτούν αναγνώστες και αναγνώστριες για ποιον λόγο δεν κυκλοφορεί η γερμανική μετάφραση σχεδόν ταυτόχρονα με το ελληνικό πρωτότυπο, ή τουλάχιστον λίγο πιο κοντά χρονικά στην έκδοσή του. Οι εκδοτικοί οίκοι στον γερμανόφωνο χώρο έχουν εξαιρετικά μακροπρόθεσμο σχεδιασμό: Συνήθως υπάρχουν δύο εκδοτικά προγράμματα ετησίως, ένα την άνοιξη και ένα το φθινόπωρο, και η ένταξη των τίτλων στο καθένα από αυτά δεν είναι καθόλου τυχαία. Υπάρχουν σταθερά καθορισμένες προθεσμίες παράδοσης της μετάφρασης, τον Σεπτέμβριο/Οκτώβριο για τίτλο του ανοιξιάτικου προγράμματος και τον Φεβρουάριο/Μάρτιο για τίτλο του φθινοπωρινού. Υπάρχει λοιπόν μια προεργασία που περιλαμβάνει μετάφραση, επιμέλεια, διόρθωση, στοιχειοθέτηση, διόρθωση τυπογραφικών δοκιμίων και εκτύπωση και διαρκεί σχεδόν έναν χρόνο. Όταν, λοιπόν, κυκλοφορεί τον Ιούνιο το πρωτότυπο, μόνο από θαύμα θα μπορούσε να έχει μεταφραστεί μέχρι τον Σεπτέμβριο/Οκτώβριο, ώστε να κυκλοφορήσει την άνοιξη. Φυσικά υπάρχουν και διεθνή μπεστ σέλερ τα οποία πολύ γρήγορα κυκλοφορούν μεταφρασμένα, αυτό όμως αναλαμβάνουν να το φέρουν εις πέρας περισσότεροι του ενός μεταφραστές, με ανάθεση κατ’ αποκοπή εργασίας.

Μεσολαβούν δηλαδή κάποιοι μήνες ανάμεσα στην ελληνική κυκλοφορία και την δουλειά σου. Είναι μία τακτική που εδραιώθηκε σταδιακά; έχετε δουλέψει ποτέ ταυτόχρονα;

Συνηθίζεται να μεταφράζει κανείς ένα έργο από τη δημοσιευμένη του μορφή, και όχι από χειρόγραφο. Έχει αποδειχτεί πως δεν προσφέρεται να μεταφράζει κανείς το πρωτότυπο «ταυτόχρονα» με τη δημιουργία του. Πάντως, οφείλω να εκφράσω τον θαυμασμό μου για τον Μάρκαρη: Κάποτε, σε ένα από τα πρώτα μυθιστορήματά του, το κάναμε αυτό το πείραμα, και με εντυπωσίασε πόσο μελετημένος είναι ο τρόπος με τον οποίο ο συγγραφέας δίνει το στίγμα του και κατά τη διάρκεια της ροής της γραφής. Τελικά, ωστόσο, είναι ζήτημα μεγαλύτερης οικονομίας, από πρακτικής άποψης, το να μεταφράζει κανείς το τελικό κείμενο, καθώς έτσι γλιτώνει τις πρόσθετες διορθώσεις.

Πώς προέκυψε η συνεργασία σας και πώς εδραιώθηκε; Επηρεάστηκε σε κάποιο βαθμό από τις τεχνολογικές εξελίξεις με την πάροδο του χρόνου; Σε ποια γλώσσα μιλάτε μεταξύ σας;

Το 1995 κυκλοφόρησε στην Ελλάδα το πρώτο μυθιστόρημα του Πέτρου Μάρκαρη, και πρώτη φορά πρέπει να διάβασα κείμενό του το 1999, καθώς τότε έλαβα από τον ελβετικό εκδοτικό οίκο Diogenes τα δύο πρώτα κεφάλαια του βιβλίου του «Νυχτερινό δελτίο».

Όταν ξαναφέρνω στον νου μου εκείνη την εποχή συνειδητοποιώ πόσο πολύ έχουν αλλάξει και η συγγραφή και η μετάφραση από τη δεκαετία του ’90. Πήγαινα ακόμη σχολείο, όταν μάθαινα το τυφλό σύστημα δακτυλογράφησης σε μια παλιά Ρέμινγκτον, προτού έρθουν οι πρώτες ηλεκτρονικές γραφομηχανές, που διέθεταν μια μικρή μνήμη, και φέρουν την επανάσταση στο επίπονο γράψιμο και στο διόρθωμα με μπλάνκο. Μετά τον πρώτο μου Commodore απέκτησα στις αρχές της δεκαετίας του ’90 και τον πρώτο μου υπολογιστή μάρκας Apple, με μια οθόνη μικρή σαν ποντικότρυπα. Τότε ήταν απαραίτητο να έχεις Apple, γιατί το λειτουργικό σύστημα Mac διέθετε την καλύτερη υποστήριξη διαφόρων γλωσσικών συστημάτων, μεταξύ των οποίων και του γερμανικού και του ελληνικού.

Τις πρώτες μου μεταφράσεις στα τέλη της δεκαετίας του ’90 τις έστελνα ακόμα με τη μορφή τυπωμένων χειρογράφων, ακολούθησε η επανάσταση της δισκέτας κι ύστερα και εκείνη της αποστολής με το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο. Όλα αυτά ήταν ανατρεπτικές καινοτομίες, εφάμιλλης αξίας με την εφεύρεση της τυπογραφίας. Όμως τα γραπτά μας και οι μεταφράσεις μας άρχισαν έτσι να υπόκεινται σε πίεση χρόνου. Όλα πρέπει να είναι πιο επικαιροποιημένα, πιο γρήγορα και πιο τέλεια απ’ ό,τι παλιότερα. Η μετάφραση, ωστόσο, είναι μια τέχνη, χειροτέχνημα και καλλιτεχνία μαζί, με έντονο το στοιχείο του αναχρονισμού. Αυτό που μπορεί να επηρεαστεί είναι μόνο το παραγωγικό πλαίσιο της συγγραφής, της μετάφρασης και της (αυτο)διόρθωσης. Τη διανοητική, ψυχογλωσσολογική πράξη, αντιθέτως, στην οποία βασίζονται αυτές οι δραστηριότητες, δεν μπορεί να την επιταχύνει η σύγχρονη τεχνολογία.

Η συνεργασία μου με τον Πέτρο Μάρκαρη σφραγίστηκε από το πέρασμα της γραφής και της μετάφρασης στην ψηφιακή εποχή. Όταν κυκλοφόρησαν τα πρώτα βιβλία, ο Πέτρος Μάρκαρης έμενε ακόμη στο Πεδίον του Άρεως, και το σπίτι του είχε υπέροχη θέα στο άλσος. Τότε συναντιόμαστε ακόμη για να συζητήσουμε εκκρεμή ερωτήματα. Αργότερα, η επαφή μας εξελίχτηκε ολοένα και περισσότερο σε ψηφιακή πνευματική ανταλλαγή απόψεων: Εγώ εισάγω απορίες και προσθήκες απευθείας στο κείμενο, ως σχόλια, και έπειτα ο συγγραφέας τις σχολιάζει, τις αποδέχεται ή τις διαγράφει. Η κύρια γλώσσα εργασίας μας είναι τα γερμανικά.  

Η αστυνομική λογοτεχνία είναι ένα από τα αγαπημένα αναγνώσματα του γερμανικού κοινού. Εσύ, ως μεταφράστριά του, έχεις μελετήσει σε βάθος τα έργα του Μάρκαρη: Ποιος πιστεύεις είναι ο λόγος που ο συγγραφέας είναι τόσο αγαπητός στη Γερμανία; Πώς διαμορφώνεται αντίστοιχα το ενδιαφέρον στην Αυστρία;

Ένα γνώρισμα της λεγόμενης ψυχαγωγικής και της αστυνομικής λογοτεχνίας είναι η δημιουργία σειράς βιβλίων, το πλάσιμο αναγνωρίσιμων φιγούρων, ενός επιθεωρητή ή ενός ντετέκτιβ, ενώ η αγωνία κλιμακώνεται και το αίνιγμα τελικά λύνεται. Από την άλλη πλευρά, το αστυνομικό ως δημοφιλές ανάγνωσμα είναι και κοινωνικό μυθιστόρημα, το οποίο στρέφει την προσοχή σε κοινωνικές αδικίες και παίρνει κριτική θέση σχετικά με διάφορα φαινόμενα της εποχής (δύναμη των μέσων ενημέρωσης, ρύπανση του περιβάλλοντος, διαφθορά, ανειλικρίνεια των πολιτικών, επίπονη διαχείριση του παρελθόντος, οικονομική, δημοσιονομική και κοινωνική κρίση). Το 2005 ο Πέτρος Μάρκαρης κατέλαβε την 3η θέση, έπειτα από τον Ίαν Ράνκιν και τον Άρνε Νταλ, στη διεθνή κατηγορία του περίφημου Γερμανικού Βραβείου Αστυνομικής Λογοτεχνίας. Αυτό σημαίνει ότι και εκείνος έχει βρει ένα ξεχωριστό ύφος, του οποίου η έκφραση εντοπίζεται πρωτίστως στη σταθερά επανερχόμενη φιγούρα του επιθεωρητή Χαρίτου και στον τρόπο που εκείνος βλέπει τον κόσμο, στο χιούμορ και στις γλωσσικές εικόνες του.

Ο Μάρκαρης έχει καταφέρει να «παρακάμψει» ή και να «λύσει» το πρόβλημα της περιορισμένης προβολής το οποίο αντιμετωπίζει γενικά η σύγχρονη ελληνική πολιτιστική παραγωγή. Φυσικά, αυτό που ενδιαφέρει περισσότερο τους εκδοτικούς οίκους (και απ’ ό,τι φαίνεται και τους αναγνώστες) είναι το μυθιστόρημα. Τα διηγήματα έχουν πολύ μικρότερη ζήτηση, ενώ η ποίηση απευθύνεται αποκλειστικά σε μια μικρή, ατρόμητη σέχτα. Ο Πέτρος Μάρκαρης είναι αναμφισβήτητα ο πιο γνωστός και πιο δημοφιλής Έλληνας σύγχρονος συγγραφέας. Αυτό συνδέεται και με το ότι ο εκδότης του τον «φροντίζει» και τον προωθεί έξυπνα. Επιπλέον, μιλάει γερμανικά, και για τα μέσα ενημέρωσης της Γερμανίας έχει εξελιχτεί σε περιζήτητο ανταποκριτή και ερμηνευτή των ελληνικών πραγμάτων. Ο Μάρκαρης κατορθώνει να μυήσει τον γερμανόφωνο αναγνώστη στην Ελλάδα, χάρη στη χιουμοριστική ματιά του και στην αποστασιοποιημένη στάση του, που πηγάζουν από το κοσμοπολίτικο βιογραφικό του υπόβαθρο. Ταυτόχρονα θίγει αναγνωρίσιμα, παγκόσμιου χαρακτήρα ζητήματα, με τα οποία μπορεί να ταυτιστεί τόσο το ελληνόφωνο όσο και το γερμανόφωνο αναγνωστικό κοινό.

Μετάφραση των απαντήσεων: Μαριάννα Χάλαρη.

Η φωτογραφία δείχνει τον Πέτρο Μάρκαρη με τον μεταφραστή του στα ιταλικά Andrea di Grigorio και την μεταφράστριά του στα γερμανικά Μιχαέλα Πρίντσιγκερ.

Αυτή η θέση είναι επίσης διαθέσιμη σε: DE