ein Mann und eine Frau sitzen und lachen in Kamera

Ein deutsch-griechisches Kulturnetzwerk schaffen

Ausführliches Interview von Theodoros Votsos und Michaela Prinzinger, das die beiden Elena Chouzouri für bookpress.gr gegeben haben zum Thema Übersetzen, Übersetzungs- und Übersetzerförderung, Weiterbildungsmaßnahmen und generell den deutsch-griechischen Kulturdialog mit diablog.eu und Diablog Vision e. V., anlässlich der 1. ViceVersa Deutsch-Griechischen Übersetzerwerkstatt in Thessaloniki, 5.-12 Mai 2019.

Μπορεί η ελληνική θεσμική πολιτική βιβλίου όσον αφορά τη μετάφραση και προώθηση της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας στο εξωτερικό να είναι ανύπαρκτη, μετά την κατάργηση του (αλήστου μνήμης) Εθνικού Κέντρου Βιβλίου –μια πρόσφατη προσπάθεια επαναλειτουργίας του δεν πρόλαβε να υλοποιηθεί– η αισιοδοξία έρχεται από Ευρωπαίους νεοελληνιστές/στριες και μεταφραστές/στριες που με συγκροτημένες δράσεις, είτε συλλογικές είτε μεμονωμένες, προσπαθούν να προωθήσουν έργα σύγχρονων Ελλήνων λογοτεχνών στις χώρες τους. Ένα αξιοσημείωτο παράδειγμα είναι η Γερμανία.

Χάρη στη δίγλωσση πολιτισμική πύλη diablog.eu που δημιούργησε το 2014 η γνωστή μεταφράστρια Μιχαέλα Πρίντζινγκερ, στο Ελληνογερμανικό Εργαστήριο Μετάφρασης ViceVersa, που εγκαινιάστηκε το 2010 από το Γερμανικό Ταμείο Μεταφραστών και βέβαια, χάρη στη δουλειά υποδομής που συντελείται στο Κέντρο Νέου Ελληνισμού, στο πλαίσιο του Ελεύθερου Πανεπιστήμιου του Βερολίνου, συγκροτούνται κάποιοι πυλώνες επάνω στους οποίους μπορεί να «ακουμπήσει» και να αναδειχθεί η σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία. Με αφορμή το 1ο Ελληνογερμανικό Εργαστήριο που πραγματοποιήθηκε στη Θεσσαλονίκη, τον περασμένο Μάιο στο πλαίσιο της 16ης Δ.Ε.Β.Θ., είχαμε την ευκαιρία να συνομιλήσουμε με τον Τέο Βότσος και τη Μιχαέλα Πρίντσινγκερ που συντόνιζαν τις σχετικές εργασίες. Από την κοινή συνέντευξη που ακολουθεί αναδεικνύεται μια ενδιαφέρουσα εικόνα για το τι συμβαίνει σήμερα στη Γερμανία σε σχέση με την έκδοση έργων Ελλήνων συγγραφέων, για τις δράσεις που απαιτούνται, αλλά και γενικότερα για το πώς λειτουργεί ο γερμανικός βιβλιοχώρος και η γερμανική βιβλιοαγορά.

Ε.Χ.: Πώς λειτουργεί το Ελληνογερμανικό Εργαστήριο, ποιοι είναι οι στόχοι του; Τι ακριβώς έγινε στη Θεσσαλονίκη;

Στο πλαίσιο του προγράμματος έχουν πραγματοποιηθεί έως σήμερα πληθώρα δίγλωσσων μεταφραστικών εργαστηρίων που διαρκούν κατά μέσο όρο περίπου πέντε με επτά ημέρες και στα οποία συμμετέχουν ισότιμα και στον εν δυνάμει ίδιο αριθμό μεταφραστές/τριες ενός συγκεκριμένου γλωσσικού ζευγαριού· […] και δουλεύουν εντατικά για μια εβδομάδα πάνω σε θέματα λογοτεχνικής μετάφρασης.

Τ.Β.: Το Ελληνογερμανικό Εργαστήριο εντάσσεται στο πρόγραμμα ViceVersa που εγκαινιάστηκε το 2010 από το Γερμανικό Ταμείο Μεταφραστών (DÜF) με τη χρηματοδότηση του Ιδρύματος Robert Bosch, συγχρηματοδοτείται από το γερμανικό κράτος και αποσκοπεί στην ουσιαστική ομαδική μετεκπαίδευση μεταφραστών λογοτεχνίας που έχουν τα γερμανικά είτε ως γλώσσα πηγής είτε ως γλώσσα στόχου. Στο πλαίσιο του προγράμματος έχουν πραγματοποιηθεί έως σήμερα πληθώρα δίγλωσσων μεταφραστικών εργαστηρίων που διαρκούν κατά μέσο όρο περίπου πέντε με επτά ημέρες και στα οποία συμμετέχουν ισότιμα και στον εν δυνάμει ίδιο αριθμό μεταφραστές/τριες ενός συγκεκριμένου γλωσσικού ζευγαριού (π.χ. γερμανικά-αραβικά, γερμανικά-νορβηγικά, γερμανικά-ρωσικά κ.ο.κ.)· δηλαδή, πέντε ή έξι μεταφραστές/τριες που μεταφράζουν από τα γερμανικά σε κάποια δεύτερη γλώσσα συναντιούνται με άλλους τόσους συναδέλφους που μεταφράζουν από τη δεύτερη γλώσσα στα γερμανικά και δουλεύουν εντατικά για μια εβδομάδα πάνω σε θέματα λογοτεχνικής μετάφρασης. Έτσι, ο κάθε μεταφραστής/μεταφράστρια εισπράττει μια εμπεριστατωμένη εκτίμηση για τη δουλειά του/της και συνάμα συνάπτει εργασιακές σχέσεις με συναδέλφους από τη χώρα της γλώσσας από την οποία μεταφράζει.

Για πρώτη φορά, λοιπόν, διεξάχθηκε φέτος το πρώτο εργαστήρι με την ελληνική ως δεύτερη γλώσσα. Συνολικά δώδεκα μεταφραστές/τριες, έξι από, και έξι προς τα ελληνικά (ή γερμανικά αντίστοιχα), δούλεψαν για πέντε μέρες από κοινού σε κλασικά και σύγχρονα κείμενα της ελληνικής και γερμανόφωνης λογοτεχνίας, συζήτησαν διεξοδικά τα προβλήματα σχετικά με τη μετάφραση των επιμέρους κειμένων τους και αντάλλαξαν απόψεις γύρω από την επαγγελματική τους κατάσταση. Οι συνολικά δώδεκα μεταφράσεις που υπέβαλαν οι συμμετέχοντες συζητήθηκαν εντατικά, αρχικά υπό τη μορφή ζευγαριών (ένας/μια μεταφραστής/μεταφράστρια με τα γερμανικά ως μητρική γλώσσα δούλεψε με έναν/μια συνάδελφο με τα ελληνικά ως μητρική γλώσσα), και στη συνέχεια απ’ όλη την ομάδα. Επιπλέον, φιλοξενήσαμε δύο εισηγήτριες που μας μίλησαν για τα ψηφιακά βοηθητικά μεταφραστικά εργαλεία και για την πολιτική της διαμόρφωσης των εξώφυλλων γερμανικών και ισπανικών μεταφράσεων ελληνικών λογοτεχνικών βιβλίων, αντίστοιχα. Τέλος, οι συμμετέχοντες είχαν και την ευκαιρία να συζητήσουν με δύο συγγραφείς, τον Έλληνα Δημοσθένη Παπαμάρκο (Γκιακ) και τη Γερμανίδα Λούσι Φρίκε (Töchter Θυγατέρες), με τα κείμενα των οποίων ασχοληθήκαμε στο εργαστήρι. Πρωταρχικός σκοπός του εργαστηρίου ήταν η σύναψη μακροπρόθεσμων σχέσεων συνεργασίας μεταξύ μεταφραστών/τριών από το γερμανόφωνο και τον ελληνόφωνο χώρο, με άλλα λόγια: η δημιουργία ενός ενεργού και ζωντανού διαμεσολαβητικού ελληνογερμανικού διαπολιτισμικού δικτύου.

Τα αποτελέσματα ώς σήμερα είναι ολωσδιόλου θετικά και άκρως ενθαρρυντικά! Βέβαια, πρόκειται για το πρώτο και μοναδικό μέχρι στιγμής ελληνογερμανικό εργαστήρι μετάφρασης, πιστεύουμε όμως ότι η θετική αξιολόγησή θα αποτελέσει το πιο πειστικό επιχείρημα προκειμένου να διοργανωθούν και στο μέλλον αντίστοιχες εκδηλώσεις.

Ένας άλλος σκοπός ήταν η «ανακάλυψη» κατά κάποιο τρόπο, άγνωστων, ώς τώρα, ταλέντων της μετάφρασης, ιδίως στο γερμανόφωνο χώρο. Γι’ αυτόν τον λόγο η προκήρυξη απευθυνόταν συνειδητά τόσο σε έμπειρους επαγγελματίες συναδέλφους όσο και σε νέους ακόμα ανθρώπους οι οποίοι μέσα από τις σχετικές σπουδές και τις προσωπικές τους κλίσεις ίσως να σκέφτονται να ακολουθήσουν την επαγγελματική οδό της λογοτεχνικής μετάφρασης. Συνεπώς δεν απαιτούνταν από τους αιτούντες να έχει δημοσιευτεί ήδη κάποια μετάφρασή τους. Στους αιτούντες που δεν είχαν να υποβάλλουν δικά τους κείμενα, στείλαμε εκ των προτέρων κείμενα επιλεγμένα από μας τους ίδιους (από τη μία δύο μικρά διηγήματα του Γιάννη Παλαβού και από την άλλη αποσπάσματα του μυθιστορήματος Θυγατέρες της Λούσι Φρίκε) που όφειλαν να μεταφράσουν και να συμπεριλάβουν στην αίτησή τους.

Τα αποτελέσματα ώς σήμερα είναι ολωσδιόλου θετικά και άκρως ενθαρρυντικά! Βέβαια, πρόκειται για το πρώτο και μοναδικό μέχρι στιγμής ελληνογερμανικό εργαστήρι μετάφρασης, πιστεύουμε όμως ότι η θετική αξιολόγησή του τόσο από τους συμμετέχοντες όσο και από μας τους ίδιους και τους διάφορους οργανισμούς που το στήριξαν, θα αποτελέσει το πιο πειστικό επιχείρημα προκειμένου να διοργανωθούν και στο μέλλον αντίστοιχες εκδηλώσεις. Κλείνοντας, θα ήθελα να αναφέρω ότι τα αποτελέσματα του εργαστηρίου παρουσιάστηκαν με τον τίτλο «ViceVersa: Ο πολιτισμός δεν είναι μονόδρομος» σε μια ανοιχτή συζήτηση και στο πλαίσιο της 16ης Διεθνούς Έκθεσης Βιβλίου Θεσσαλονίκης. Στη συζήτηση αυτή που έλαβε χώρα στις 12 Μαΐου συμμετείχαν εκτός από τους ίδιους/τις ίδιες τους μεταφραστές/τριες και οι συγγραφείς Γιάννης Παλαβός, Σόνια Προκοπίδου και η ποιήτρια Δανάη Σιώζιου.

Ε.Χ.: Ποιες δυσκολίες συναντήσατε;

Τ.Β.: Δεν συναντήσαμε κάποιες ιδιαίτερες δυσκολίες. Απεναντίας, είχαμε την καλύτερη δυνατή υποστήριξη, τόσο στην περίοδο της προετοιμασίας όσο και κατά τη διάρκεια του εργαστηρίου. Ο βασικός οργανωτικός φορέας, το γραφείο του προγράμματος TOLEDO του Γερμανικού Ταμείου Μεταφραστών (DÜF) με έδρα το Βερολίνο, μάς παρείχε όποια βοήθεια χρειαστήκαμε, προκειμένου να προετοιμάσουμε και να πραγματοποιήσουμε το εργαστήρι. Ανέλαβε, επίσης, το λεόντειο μερίδιο της χρηματοδότησης του εργαστηρίου. Το Ινστιτούτο Γκαίτε Θεσσαλονίκης, ο κύριος τοπικός εταίρος μας, υιοθέτησε εξ ολοκλήρου την ιδέα της πραγματοποίησης ενός ελληνογερμανικού μεταφραστικού εργαστηρίου στη Θεσσαλονίκη, και μάλιστα παράλληλα με τη διεξαγωγή της Έκθεσης Βιβλίου, μας παραχώρησε γενναιόδωρα τους χώρους του, μας παρείχε κάθε βοήθεια από άποψη υποδομών και, επιπλέον, κάλυψε ένα σημαντικό μέρος του συνολικού προϋπολογισμού. Άλλοι υποστηρικτές του εργαστηρίου ήταν, τέλος, το πρόγραμμα προώθησης της γερμανόφωνης λογοτεχνίας litrix.de, το Γενικό Προξενείο της Γερμανίας στη Θεσσαλονίκη και το «Αυστριακό Δίπλωμα Γερμανικής Γλώσσας» (ÖSD). Όλοι τους αναγνώρισαν με την έμπρακτη υποστήριξή τους ότι η μετάφραση δεν είναι απλώς η απόδοση ενός κειμένου από μια σε μια άλλη γλώσσα, αλλά ο βασικός μοχλός που καθιστά δυνατή μια ουσιαστική διαπολιτισμική επικοινωνία, η προϋπόθεση, με άλλα λόγια, της αλληλοκατανόησης και της ειρηνικής συμβίωσης των λαών.

Ε.Χ.: Τι σας διακίνησε να διοργανώσετε αφενός το εργαστήριο, αφετέρου το μπλογκ;

Η δίγλωσση πολιτισμική πύλη www.diablog.eu, ελληνογερμανικές συναντήσεις, βρίσκεται online από το 2014 και ήταν εκ μέρους μου το πρώτο βήμα προς ένα διμερές πολιτιστικό έργο με βάση την κοινωνία των πολιτών. Στο έργο αυτό υποστηρίζομαι από έναν κύκλο διαπολιτισμικών μεσολαβητών.

Μ.Π.: Η δίγλωσση πολιτισμική πύλη www.diablog.eu, ελληνογερμανικές συναντήσεις, βρίσκεται online από το 2014 και ήταν εκ μέρους μου το πρώτο βήμα προς ένα διμερές πολιτιστικό έργο με βάση την κοινωνία των πολιτών. Στο έργο αυτό υποστηρίζομαι από έναν κύκλο διαπολιτισμικών μεσολαβητών. Το 2017 ιδρύσαμε τον κοινωφελή οργανισμό Diablog Vision e.V. που ως πρώτο έργο υλοποίησε το φθινόπωρο του 2018 ένα μεγάλο Ελληνογερμανικό Συμπόσιο Λογοτεχνών στο Βερολίνο με μότο Syn_Energy Berlin_Athens. Το Ελληνογερμανικό Μεταφραστικό Εργαστήρι ήταν ένα επιπλέον βήμα στα πλαίσια αυτών των δραστηριοτήτων. Στόχος τους είναι να προάγουν, να παρακινήσουν και να εμπνεύσουν μεταφράστριες και μεταφραστές, μια και αυτοί ανοίγουν την πόρτα σε άλλους πολιτισμούς, νοοτροπίες και γλώσσες. Η Diablog Vision e.V. μας δίνει ως νομικός φορέας τη δυνατότητα να αναπτύξουμε οράματα για μια ελληνογερμανική πολιτιστική πολιτική και να υποβάλουμε αιτήσεις για κρατική χρηματοδότηση. Και επιπρόσθετα διαθέτουμε και τον πυλώνα δημόσιων σχέσεων diablog.eu, ο οποίος συνοδεύει όλα τα έργα μας. Κάθε εβδομάδα δημοσιεύουμε ένα δίγλωσσο άρθρο σχετικά με τη σύγχρονη ελληνογερμανική πολιτιστική σκηνή στους τομείς λογοτεχνία, εικαστικές τέχνες, μουσική, θέατρο και κινηματογράφο. Τον Αύγουστο η πύλη γιορτάζει την 5η επέτειό της, μπορείτε να εγγραφείτε δωρεάν για να λαμβάνετε αυτόματα τις αναρτήσεις μας. Επίσης, έχετε τη δυνατότητα να μας ακολουθείτε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, όπου παρουσιάζουμε καθημερινά εκδηλώσεις και δράσεις.

Ε.Χ.: Το εργαστήριο παρουσιάζεται και λειτουργεί και στη Γερμανία; Αν ναι, πόσες εκδηλώσεις έχει κάνει, με τι περιεχόμενο, πόσο γνωστό και επιδραστικό είναι στη Γερμανία;

Τ.Β.: Στην ερώτηση αυτή έχουμε ήδη απαντήσει πιο πάνω. Στο πλαίσιο του προγράμματος ViceVersa έχουν διεξαχθεί από το 2010 εβδομήντα περίπου εργαστήρια αντίστροφης μετάφρασης τα οποία κάλυψαν ώς τώρα τριάντα γλωσσικούς συνδυασμούς (όπου η μια γλώσσα είναι πάντα τα γερμανικά). Γενικά το ViceVersa είναι ευρέως γνωστό και επιδραστικό στη Γερμανία, και αυτό όχι μόνο στους λογοτεχνικούς κύκλους (μεταφραστές, συγγραφείς, εκδότες), αλλά και σε πολιτικό επίπεδο. Όσον αφορά τώρα στο ελληνογερμανικό εργαστήρι μετάφρασης, αυτό, όπως είπαμε και παραπάνω, έγινε φέτος για πρώτη φορά. Ευελπιστούμε, όμως, να επαναληφθεί σύντομα και στη Γερμανία. Περαιτέρω πληροφορίες για τον σκοπό, τη λειτουργία και τις επιδράσεις του προγράμματος ViceVersa εδώ.

alt
Οι συμμετέχοντες στο 1ο Ελληνογερμανικό Εργαστήριο Μετάφρασης ViceVersa

Ε.Χ.: Κυρία Πρίντσινγκερ, πόσο πιστεύετε, έχει επηρεάσει το μπλογκ σας την προώθηση της ελληνικής λογοτεχνίας στη Γερμανία; Μπορείτε να μας δώσετε παραδείγματα;

Εδώ ο πολιτισμός παίζει έναν εξέχοντα ρόλο. Η λογοτεχνία είναι πάντα η πιο δύσκολη έκφρασή του, μιας και χρειάζεται τη γλωσσική διαμεσολάβηση – σε αντίθεση με τη μουσική και τις εικαστικές τέχνες.

Μ.Π.: Μεταφράζουμε κείμενα που μας φαίνονται κατάλληλα για το γερμανόφωνο κοινό. Η πύλη μας χρησιμοποιείται συχνά στην αναζήτηση συγγραφέων για ανθολογίες ή φεστιβάλ, θεωρούμαστε λοιπόν διαμεσολαβητές και εμπειρογνώμονες. Με το μπλογκ προσκαλούμε κάθε χρήστη –αλλά και εκδότες και εργαζόμενους στον πολιτιστικό τομέα– να αποκομίσει μια εναλλακτική εικόνα της σύγχρονης Ελλάδας, για παράδειγμα μέσα από τα οδοιπορικά μας, γραμμένα από ανθρώπους που έχουν βαθιά ριζωμένες σχέσεις με την άλλη χώρα, ή από εικαστικούς. Φυσικά μπορούμε να δείξουμε μόνο ένα τμήμα του συνόλου, αλλά επιδιώκουμε να ερεθίσουμε την περιέργεια και την επιθυμία για περισσότερα. Με άλλα λόγια, θέλουμε να αντικρίζουμε τον άλλον (οι Έλληνες τους Γερμανούς και αντίστροφα) με καλοπροαίρετη, αλλά και κριτική διάθεση, χωρίς να πληγώνουμε ο ένας τον άλλον. Μιλάμε για την ψηλή τέχνη του συντονισμού και της ουσιαστικής επικοινωνίας! Η αλλαγή της νοητικής εικόνας και προς τις δύο κατευθύνσεις απαιτεί χρόνο, θέλουμε να απομακρυνθούμε από παλιές προκαταλήψεις και στερεότυπα και να καταδείξουμε νέους τρόπους συνύπαρξης. Εδώ ο πολιτισμός παίζει έναν εξέχοντα ρόλο. Η λογοτεχνία είναι πάντα η πιο δύσκολη έκφρασή του, μιας και χρειάζεται τη γλωσσική διαμεσολάβηση – σε αντίθεση με τη μουσική και τις εικαστικές τέχνες. Ακόμα και ο κινηματογράφος και το θέατρο βρίσκονται σε πιο πλεονεκτική θέση, γιατί χρησιμοποιούν υπότιτλους και υπέρτιτλους. Ένα λογοτεχνικό κείμενο, αντιθέτως, «χτίζεται» στο σύνολό του εκ νέου στην άλλη γλώσσα – τότε μόνο αποκτά για το «αλλόγλωσσο» κοινό υφή.

Ε.Χ.: Δώστε μας μια εικόνα του γερμανικού βιβλιοχώρου και της γερμανικής βιβλιαγοράς σήμερα;

Ο αριθμός των βιβλίων που κυκλοφόρησαν το 2017 ανέρχεται στους 82.636 τίτλους, δέκα χρόνια πριν ήταν γύρω στους 95.000 τίτλους. Το ποσοστό των λογοτεχνικών, με την ευρεία έννοια του όρου, βιβλίων ανέρχεται στα 31,9%. Όσο για τις μεταφράσεις: Το 85/90% περίπου των μεταφρασμένων «λογοτεχνικών» βιβλίων προέρχεται από τις αγγλόφωνες χώρες.

Τ.Β.: Όπως σε όλο τον κόσμο, ο χώρος του βιβλίου βρίσκεται και στη Γερμανία σε υποχώρηση. Η βασικά αιτία είναι όπως παντού η οργιαστική εξάπλωση της ηλεκτρονικής / διαδικτυακής τεχνολογίας και η ευρεία χρήση ηλεκτρονικών συσκευών. Ειδικά, οι νέοι άνθρωποι προτιμούν να «διαβάζουν» στην οθόνη του κινητού ή του φορητού υπολογιστή τους παρά ένα «παλιομοδίτικο» έντυπο βιβλίο. Η γερμανική βιβλιαγορά παραμένει ωστόσο η μεγαλύτερη της Ευρώπης. Ο συνολικός κύκλος εργασιών της γερμανικής βιβλιαγοράς ανερχόταν το 2017 στα 9,13 δισεκατομμύρια ευρώ, παρουσίασε δηλ. μείωση ύψους μόνο 1,6% σε σχέση με το 2016. Για το 2018, τα νούμερα, βάσει πρώτων εκτιμήσεων, είναι μάλιστα ακόμα πιο θετικά. Επομένως, η γερμανική βιβλιαγορά αντέχει ή κατορθώνει να προσαρμόζεται στις πολλαπλές προκλήσεις, με τις οποίες βρίσκεται αντιμέτωπη.

Ο αριθμός των βιβλίων που κυκλοφόρησαν το 2017 ανέρχεται στους 82.636 τίτλους, δέκα χρόνια πριν ήταν γύρω στους 95.000 τίτλους. Το ποσοστό των λογοτεχνικών, με την ευρεία έννοια του όρου, βιβλίων ανέρχεται στα 31,9%. Όσο για τις μεταφράσεις: Το 85/90% περίπου των μεταφρασμένων «λογοτεχνικών» βιβλίων προέρχεται από τις αγγλόφωνες χώρες. Το μερίδιο της μεταφρασμένης ελληνικής λογοτεχνίας είναι αντιθέτως, απειροελάχιστο, βασικά μηδαμινό. Ο μοναδικός Έλληνας συγγραφέας που έχει εξασφαλίσει μια μόνιμη εκδοτική παρουσία στο γερμανόφωνο χώρο είναι ο Πέτρος Μάρκαρης (τα βιβλία του οποίου μεταφράζονται εδώ και σχεδόν είκοσι χρόνια από τη Μιχαέλα Πρίντσινγκερ και κυκλοφορούν από έναν σχετικά μεγάλο εκδοτικό οίκο, τον Diogenes Verlag, με έδρα τη Ζυρίχη). Κατά τα άλλα κυκλοφορούν μεμονωμένες μεταφράσεις από διάφορους μικρούς και λιγότερο εμπορικούς οίκους (όπως π.χ. την Edition Romiosini [Βερολίνο], το Groessenwahnverlag [Φρανκφούρτη], το Elfenbein Verlag [Βερολίνο] κ.ά.). Εδώ οι μεταφραστές/τριες λειτουργούν και ως πρεσβευτές της καλής ελληνικής λογοτεχνίας στον γερμανόφωνο χώρο.

Εργαστήρια σαν αυτό που διοργανώσαμε τον Μάιο στη Θεσσαλονίκη ενθαρρύνουν τους/τις μεταφραστές/τριες να αναλάβουν αυτόν τον ρόλο, να χτυπήσουν τις πόρτες των εκδοτών και, ανάμεσα σε πολλές αρνητικές απαντήσεις, ίσως να καταφέρουν να περάσουν κάποιο βιβλίο στο πρόγραμμα κάποιου οίκου. Ένα σταθερό πρόγραμμα προώθησης της εγχώριας λογοτεχνίας από την ελληνική πολιτεία (που θα κάλυπτε το μεταφραστικό κόστος) σίγουρα θα διευκόλυνε κατά πολύ τέτοιες προσπάθειες και θα βοηθούσε τον Γερμανό εκδότη/τη Γερμανίδα εκδότρια όχι απλά να «ρισκάρει» την έκδοση σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας, αλλά και, αψηφώντας την πίεση της εμπορικής καθαρά επιτυχίας, να τον/τη φέρει σε θέση να εκτιμήσει τη λογοτεχνική παραγωγή από χώρες σαν την Ελλάδα.

Ε.Χ.: Τι σημαίνει για τον σημερινό Γερμανό ένα ελληνικό μυθιστόρημα; Τι τον ενδιαφέρει;

Μ.Π.: Ο γερμανόφωνος αναγνώστης δεν έχει τη δυνατότητα να αποφασίζει ο ίδιος ποιο βιβλίο θα δημοσιευτεί ή όχι σε μετάφραση. Αυτό το αποφασίζει στους μεγαλύτερους εκδοτικούς οίκους λίγο-πολύ το τμήμα μάρκετινγκ. Χρειάζεται μια «έξυπνη» φωτογραφία-πορτρέτο του ή της συγγραφέα, ένα «άνετο» εξώφυλλο με έναν «πιασάρικο» τίτλο, έτσι ώστε στα κρίσιμα δέκατα του δευτερολέπτου που το βλέμμα του αναγνώστη θα αντιληφθεί το βιβλίο, να αισθανθεί την ανάγκη να το πάρει στα χέρια. Γιατί αυτό που μετράει είναι ο αριθμός των πωλήσεων και η ανταπόκριση των μέσων ενημέρωσης. Έτσι, οι μικρότεροι εκδοτικοί οίκοι είναι μάλλον οι πλέον κατάλληλοι για τη δημοσίευση μεταφράσεων από τις λεγόμενες μικρές γλώσσες. Αυτοί ακριβώς είναι και εκείνοι που χρειάζονται οικονομική στήριξη, συγκεκριμένα ένα πρόγραμμα επιχορήγησης του ελληνικού κράτους – που πρέπει να εξασφαλίσει την εξαγωγή των πολιτιστικών του αγαθών, καθώς είναι τουλάχιστον εξίσου σημαντικά με τα οικονομικά προϊόντα και αγαθά. Πρέπει να υπάρξει πάλι ένας θεσμός όπως το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου (E.K.E.B.I.) που να πραγματοποιεί και να υποστηρίζει μια ενεργή πολιτιστική διαμεσολάβηση. Εδώ θα έπρεπε να διαδραματίζουν έναν μεγαλύτερο ρόλο οι διεθνείς διαπολιτισμικοί μεσολαβητές (π.χ. οι μεταφραστές και οι μεταφράστριες) διότι γνωρίζουν καλύτερα την αντίδραση του εκάστοτε κοινού, τη μορφή του λογοτεχνικού τοπίου και το πώς θα μπορούσαν να λανσαριστούν οι Έλληνες συγγραφείς στο εξωτερικό.

Ε.Χ.: Η κακή άποψη που δημιουργήθηκε μέχρι πριν από λίγα χρόνια για τους Έλληνες στη Γερμανία δημιούργησε προβλήματα σε σας;

Είμαι δίχως άλλο οπαδός της «νοημοσύνης του σμήνους» (swarm intelligence), με την οποία μπορεί να χαραχτεί μια διαφορετική πολιτιστική πολιτική από αυτή των επίσημων, συχνά άκαμπτων φορέων με τις απολιθωμένες δομές.

Μ.Π.: Εμένα προσωπικά μου άνοιξε τα μάτια ο «ελληνογερμανικός μιντιακός πόλεμος» και ο τρόπος με τον οποίο τα μέσα μαζικής ενημέρωσης μάς χειραγώγησαν ή προσπάθησαν να μας χειραγωγήσουν ως προς την αμοιβαία αντίληψή μας – ανεξάρτητα εναντίον ποιας χώρας στρέφονταν κάθε φορά. Αυτός είναι και ο λόγος που βρίσκω χρήσιμο το διαδίκτυο και τα µέσα κοινωνικής δικτύωσης, επειδή μας δίνουν μια άλλη εικόνα και μας διευκολύνουν να έρθουμε σε επαφή με δημιουργικούς ανθρώπους και να διατηρήσουμε μια ουσιαστική επικοινωνία μαζί τους. Είμαι δίχως άλλο οπαδός της «νοημοσύνης του σμήνους» (swarm intelligence), με την οποία μπορεί να χαραχτεί μια διαφορετική πολιτιστική πολιτική από αυτή των επίσημων, συχνά άκαμπτων φορέων με τις απολιθωμένες δομές. Η ενεργή δραστηριοποίηση που επιδεικνύουν οι χρήστες όπως και οι σχετικές γνώσεις τους χρειάζονται, όμως, ρύθμιση και καθοδήγηση. Στο diablog.eu, για παράδειγμα, απέχουμε από την πολιτική και κοινωνική επικαιρότητα, η οποία θα μας έφερνε ωστόσο περισσότερα κλικ. Αντ’ αυτού επικεντρωνόμαστε στον χώρο της τέχνης και του πολιτισμού, που παίρνουν θέση στα τρέχοντα ζητήματα, αλλά σε διαφορετικό επίπεδο προβληματισμού. Αποφεύγοντας φορτισμένες συζητήσεις έχουμε τη δυνατότητα μιας ορθολογικής συνδιαλλαγής.

Ε.Χ.: Τι είναι αυτό που αγαπάτε στην ελληνική λογοτεχνία; Πώς αφοσιωθήκατε σ’ αυτή;

Μ.Π.: Αυτό που μου αρέσει στην ελληνική λογοτεχνία είναι αυτό που και γενικά αγαπώ στην καλή λογοτεχνία: κάποιος κάθεται κάτω και στοχάζεται για την ύπαρξη, την ιστορία, τον εαυτό του, τους άλλους, με έναν τρόπο που με αφορά και με αγγίζει. Μερικές φορές τα ελληνικά κείμενα χρειάζονται ένα συγκεκριμένο πλαίσιο για να εκτιμηθούν σωστά, ένα πλαίσιο το οποίο δεν διαθέτει ο γερμανόφωνος αναγνώστης. Γιατί αυτό; Γιατί γίνονται και υπάρχουν λίγες μεταφράσεις και οι γερμανόφωνοι αναγνώστες δεν είναι πολύ εξοικειωμένοι με το αφηγηματικό ύφος και με συγκεκριμένα θέματα στο πλαίσιο ιστορικών γεγονότων που δεν τους λένε τίποτα (π.χ. το 1922). Πιστεύω επίσης ότι συγγραφείς όπως ο Πάνος Καρνέζης ή ο Τζέφρι Ευγενίδης, οι οποίοι γράφουν γι’ αυτά ακριβώς τα γεγονότα, πιθανότατα δεν θα είχαν μεταφραστεί στα γερμανικά εάν δεν είχαν εκδοθεί πρώτα στα αγγλικά. Για εμάς, τους λογοτεχνικούς διαμεσολαβητές, αυτό σημαίνει ότι πρέπει να ξεπεράσουμε πάντα ένα πολύ μεγάλο εμπόδιο όταν παρουσιάζουμε ελληνικά βιβλία σε γερμανικούς εκδοτικούς οίκους. Προσωπικά η εξαιρετική ελληνική λογοτεχνία με έφερε πάντα κοντά σε συγγραφείς της παγκόσμιας λογοτεχνίας, σε φιλοσόφους και λογοτέχνες που ενέπνευσαν τον συγγραφέα στο έργο του. Δηλαδή, με οδηγεί τόσο προς τα μέσα, στην ελληνική λογοτεχνική παράδοση, όσο και προς τα έξω, στην παγκόσμια λογοτεχνία. Η ματιά του συστηματικού αναγνώστη δεν περιορίζεται ποτέ στα εθνικά πλαίσια αλλά είναι ευρέως διεθνής.

Ε.Χ.: Πώς βλέπετε να εξελίσσεται σταδιακά μια τάση Γερμανών προς την ελληνική λογοτεχνία; Μιλήστε μας για τις δράσεις, τις συν_ενέργειες, όπως π.χ. το πενθήμερο εκδηλώσεων Syn_EnergyBerlin_Athens.

Για την ελληνική λογοτεχνία αγωνίζονταν πάντα μερικοί ακούραστοι μοναχικοί μαχητές. Το διαδίκτυο, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και οι διάφορες τεχνικές δυνατότητες που δίνουν, όπως σεμινάρια και τηλεδιασκέψεις, μας επιτρέπουν σήμερα να δικτυωθούμε, να δημιουργήσουμε μια κοινότητα, να προσεγγίσουμε ένα ευρύτερο κοινό και να δραστηριοποιηθούμε έξυπνα ως ομάδα συμφερόντων.

Μ.Π.: Αυτό που μπορούμε να κάνουμε με το diablog.eu στο Βερολίνο είναι ακριβώς αυτό: να χτίσουμε αργά αλλά σταθερά μια γέφυρα κατανόησης και να αναπτύξουμε κοινές συνέργιες και συν-ενέργειες. Προτού τα δέντρα αγγίξουν τον ουρανό πρέπει να προετοιμάσουμε το έδαφος, το κάνουμε αυτό για παράδειγμα και με διαδικασίες συνεχούς κατάρτισης όπως το ViceVersa για μεταφράστριες και μεταφραστές λογοτεχνίας. Για την ελληνική λογοτεχνία αγωνίζονταν πάντα μερικοί ακούραστοι μοναχικοί μαχητές. Το διαδίκτυο, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και οι διάφορες τεχνικές δυνατότητες που δίνουν, όπως σεμινάρια και τηλεδιασκέψεις, μας επιτρέπουν σήμερα να δικτυωθούμε, να δημιουργήσουμε μια κοινότητα, να προσεγγίσουμε ένα ευρύτερο κοινό και να δραστηριοποιηθούμε έξυπνα ως ομάδα συμφερόντων. Μου αρέσει να με ονομάζουν «λογοτεχνική λομπίστρια», γιατί δεν αντιπροσωπεύω οικονομικά συμφέροντα, αλλά ανθρώπους που γράφουν και ανθρώπους που διαβάζουν. Και αυτοί δεν είναι φωνακλάδες θαμώνες της μπιραρίας, αλλά άτομα που στοχάζονται τα όσα απασχολούν σήμερα και αύριο τις κοινωνίες μας.

Ε.Χ.: Είστε αισιόδοξη; Θα θέλατε να έχετε και κάποια βοήθεια και αναγνώριση από την ελληνική πολιτεία;

Μ.Π.: Με λύπη διαπίστωσα ότι φέτος δεν πραγματοποιείται το διεθνές μεταφραστικό πρόγραμμα της Ακαδημίας Αθηνών greektranslatorprogramme.gr. Αυτό είναι ένα ακόμα πλήγμα στην εκπαίδευση των νέων πολιτιστικών διαμεσολαβητών που θέλουν να μεταφράσουν από τα ελληνικά. Και τα προηγούμενα χρόνια αυτό το πολύτιμο πρόγραμμα δεν δημοσιοποιήθηκε επαρκώς, οι υπεύθυνοι αναρωτιόντουσαν μάλιστα γιατί υποβάλλονταν τόσο λίγες αιτήσεις. Αυτό θα μπορούσε να αποτελέσει μια αρχή για το ελληνικό κράτος, πέρα από τη συστηματική θεσμική χρηματοδότηση της λογοτεχνίας και των λογοτεχνικών μεταφράσεων. Στην Ελλάδα σύντομα θα καθοριστεί μια νέα πολιτική πορεία, αλλά η πολιτιστική πολιτική θα έπρεπε να είναι ανεξάρτητη από κάθε κόμμα και ιδεολογία. Στις γερμανόφωνες χώρες οι προσπάθειές μου υποστηρίζονται από τα ελληνικά προξενεία και τις πρεσβείες, αλλά απαιτείται συχνά επίπονη προσπάθεια για μερικές εκατοντάδες ευρώ για τα έξοδα μεταφοράς και διαμονής των Ελλήνων συγγραφέων (οι οποίοι κατά τα άλλα δεν αμείβονται για τις λογοτεχνικές παρουσιάσεις), ενέργεια που δεν αντικαθιστά ένα βιώσιμο όραμα σχετικά με την πολιτική του πολιτισμού, μια έλλειψη που προσωπικά νιώθω έντονα. Υπάρχει ουσιαστική ανάγκη αξιόπιστων αρμόδιων προσώπων που στηρίζουν μακροπρόθεσμα πολιτιστικές πρωτοβουλίες και θέτουν αντικειμενικά κριτήρια στην πολιτική χρηματοδότησης. Το ελληνικό κράτος πρέπει να επανεξετάσει τον αυτοπροσδιορισμό του και –ως αντίστιξη στην ιστορική κληρονομιά– να δώσει περισσότερο βάρος στη σημασία της σύγχρονης πολιτιστικής παραγωγής. Είμαι και παραμένω αισιόδοξη ότι με πρωτοβουλίες όπως το diablog.eu μπορούμε να συμβάλουμε θετικά σε αυτή την προσπάθεια. Διαφορετικά δεν θα δραστηριοποιούμασταν εθελοντικά επί καθημερινής βάσης και δεν θα συνεχίζαμε να υφαίνουμε το πολιτιστικό μας δίκτυο προκειμένου να αναπτύσσεται και να ευημερεί σαν ένα πολύτιμος νέος βλαστός που σύντομα θα αποδώσει υπέροχους και μοναδικούς καρπούς!

* Η ΕΛΕΝΑ ΧΟΥΖΟΥΡΗ είναι συγγραφέας και δημοσιογράφος.
Τελευταίο βιβλίο της, η επανέκδοση του μυθιστορήματός της «Σκοτεινός Βαρδάρης» (εκδ. Πατάκη).

Dieser Beitrag ist auch verfügbar in: EL